- προχοή
- ἡ, Α [προχέω]συν. στον πληθ. αἱ προχοαί1. στόμιο, εκβολές ποταμού ή λίμνης (α. «Τριτωνίδος ἐν προχοαῑς λίμνας», Πίνδ.β. «ἐς ποταμοῡ προχοάς», Ομ. Οδ.γ. «ἐπὶ προχοῇσι διιπετέος ποταμοῑο», Ομ. Ιλ.)2. υπερχείλιση3. σπονδές4. ροή ύδατος («θερμαῑς ὕδατος μαλακοῡ προχοαῑς», Αισχύλ.)5. ακρωτήριο6. προβλήτα7. φρ. «προχοὴ τῶν ὑδάτων» — εκκένωση τού αμνιακού υγρού.
Dictionary of Greek. 2013.