προχοή

προχοή
ἡ, Α [προχέω]
συν. στον πληθ. αἱ προχοαί
1. στόμιο, εκβολές ποταμού ή λίμνης (α. «Τριτωνίδος ἐν προχοαῑς λίμνας», Πίνδ.
β. «ἐς ποταμοῡ προχοάς», Ομ. Οδ.
γ. «ἐπὶ προχοῇσι διιπετέος ποταμοῑο», Ομ. Ιλ.)
2. υπερχείλιση
3. σπονδές
4. ροή ύδατος («θερμαῑς ὕδατος μαλακοῡ προχοαῑς», Αισχύλ.)
5. ακρωτήριο
6. προβλήτα
7. φρ. «προχοὴ τῶν ὑδάτων» — εκκένωση τού αμνιακού υγρού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προχοῇ — προχοή outpouring fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προχοή — outpouring fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προχόη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προχόη — ἡ, Α [προχέω] η πρόχους («χρυσέην τήν δ ἔθετο προχόην», Αλκίφρ) …   Dictionary of Greek

  • προχοῶν — προχόη fem gen pl προχοή outpouring fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προχοαῖς — προχοή outpouring fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προχοαῖσι — προχοή outpouring fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προχοαί — προχοή outpouring fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προχοῆς — προχοή outpouring fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προχοῇς — προχοή outpouring fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”